απόκλιση

απόκλιση
(Αστρον.). Απόσταση ενός αστέρα από τον ουράνιο ισημερινό· μετριέται στον ουράνιο μεσημβρινό (κύκλος α.) που περνά από τον αστέρα και τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Μαζί με την ορθή αναφορά, αποτελεί το σύστημα των συντεταγμένων για τον προσδιορισμό της θέσης των αστέρων στην ουράνια σφαίρα, ανεξάρτητα από τη θέση της Γης, απ’ όπου γίνεται η παρατήρηση. Όπως και το γεωγραφικό πλάτος, η α. μετριέται σε μοίρες και σε κλάσματα της μοίρας και περιλαμβάνεται πάντοτε μεταξύ των 90° του βόρειου ουράνιου πόλου και των -90° του νότιου ουράνιου πόλου· δηλαδή είναι θετική (ή βόρεια) όταν αναφέρεται σε αστέρα που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο και αρνητική (ή νότια) όταν o αστέρας βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Η μέτρηση της α. γίνεται με ειδικό αστρονομικό τηλεσκόπιο, που λέγεται ισημερινό τηλεσκόπιο. αποκλιτικός κύκλος. Μέγιστος κύκλος που περνά από τους δύο πόλους και τον αστέρα και τέμνει τον ισημερινό σε ορθή γωνία. Ονομάζεται επίσης και ωριαίος ή κύκλος των α. Είκοσι τέσσερις αποκλιτικοί κύκλοι διαιρούν τον ισημερινό σε 24 τόξα, 15° το καθένα, τις ατράκτους, που καθορίζουν την ώρα στον πλανήτη μας. Απόκλιση του αστέρα ονομάζεται η απόστασή του από τον ουράνιο ισημερινό και μετριέται σε μοίρες επί του μεσημβρινού του αστέρα, όπως φαίνεται στην εικόνα, όπου σημειώνεται η σχετική με δύο αστέρες απόκλιση. Η απόκλιση, μαζί με την ορθή αναφορά (απόσταση από τον πρωτεύοντα μεσημβρινό, που σημειώνεται με έντονη γραμμή) μετριέται με το ισημερινό τηλεσκόπιο.
* * *
η (Α ἀπόκλισις) [αποκλίνω]
νεοελλ.
1. εκτροπή προς άλλη κατεύθυνση, παρέκκλιση
2. (για βολή) η απόσταση του σημείου πτώσης του βλήματος από το κέντρο του στόχου
αρχ.
1. κλίση, τροπή προς το αντίθετο μέρος
2. κατάπτωση, παρακμή
3. κλίση προς τα κάτω, κατάβαση
4. η δύση ή η κλίση του ήλιου προς τη δύση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απόκλιση — η η κλίση προς τα κάπου, η εκτροπή: Νομίζω πως η οικοδομή παρουσιάζει απόκλιση προς τα αριστερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… …   Dictionary of Greek

  • ταλαντοσκόπιο — Όργανο για την άμεση παρατήρηση των μηχανικών ή ηλεκτρικών ταλαντώσεων ή άλλων φαινομένων μεταβλητών στον χρόνο. Όταν το όργανο διαθέτει και σύστημα καταγραφής, ονομάζεται ταλαντογράφος. Τα τ. που προορίζονται για την παρατήρηση των μεταβολών… …   Dictionary of Greek

  • καθοδικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία αποτελούμενη από ηλεκτρόνια, τα οποία εκπέμπονται από την επιφάνεια της καθόδου ενός σωλήνα εκκένωσης, που ονομάζεται σωλήνας Κρουκς με υψηλό κενό (η πίεση του αερίου πρέπει να είναι κατώτερη από 10 3 χιλιοστά υδραργύρου) …   Dictionary of Greek

  • αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • στραβισμός — (Ιατρ.). Εμφανής απόκλιση της φυσιολογικής διεύθυνσης του βλέμματος ενός ή και, σε μερικές περιπτώσεις, των δύο οφθαλμών. Σε συνθήκες ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας, οι οφθαλμοκινητικοί μύες, που κατευθύνουν το μάτι προς όλες τις… …   Dictionary of Greek

  • έκκλιση — η (AM ἔκκλισις) ηθική εκτροπή, παραστράτημα νεοελλ. απόκλιση («έκκλιση στύλου») αρχ. 1. λοξοδρομία, απόκλιση από τη συνηθισμένη πορεία 2. εξάρθρωση, εκτοπισμός 3. κλίση, τάση, ροπή 4. άρνηση, αποφυγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”